- βρίσειαν
- βρί̱σειαν , βρίθωto be heavyaor opt act 3rd plβρίζωto be sleepyaor opt act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθυβρίσειαν — καθυβρίζω treat despitefully aor opt act 3rd pl καθῡβρίσειαν , καθυβρίζω treat despitefully aor opt act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξυβρίσειαν — ἐξυβρίζω break out into insolence aor opt act 3rd pl ἐξῡβρίσειαν , ἐξυβρίζω break out into insolence aor opt act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβρίσειαν — ὑ̱βρίσειαν , ὑβρίζω wax wanton aor opt act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)